Παιονίη

Παιονίη
Παιονία
their land
fem nom/voc sg (epic ionic)
Παιονίης
masc voc sg (epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • παιονίη — παιονίη, ἡ (Α) (επικ. τ.) βλ. παιωνία …   Dictionary of Greek

  • παιονίη — Παίονες their land fem nom/voc sg (epic ionic) παιόνιος fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παιονία — Στην αρχαιότητα περιοχή της Kεντρικής Μακεδονίας, η οποία περιελάμβανε την Ημαθία, Κρηστωνία, Μυγδωνία και τη χώρα των Αγριάνων φτάνοντας έως το Παγγαίο. Πριν από την επικράτηση των Μακεδόνων και ιδιαίτερα πριν από τον Φίλιππο και τον Μέγα… …   Dictionary of Greek

  • παιωνία — I Δικοτυλήδονο φυτό (παιωνία η φαρμακευτική) της οικογένειας των ρανουγκουλιδών. Bρίσκεται αυτοφυές σε πολλές δασώδεις, ορεινές και ημιορεινές περιοχές της Ελλάδας· ανθίζει από τον Απρίλιο μέχρι τον Ιούνιο. Είναι εντυπωσιακό φυτό, ποώδες,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”